ακρόλοφος

ακρόλοφος
ο (Α ἀκρόλοφος) (Α και -ος, -ον)
κορυφή όρους, βουνοκορφή
αρχ.
ως επίθ. αυτός που καταλήγει σε κορυφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + λόφος.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκρολοφία, ἀκρολοφίτης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἀκρολόφοις — ἀκρόλοφος high crested masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκρολόφοισι — ἀκρόλοφος high crested masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκρολόφους — ἀκρόλοφος high crested masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακρολοφία — (acrolophia). Επιστημονική ονομασία γένους μονοκοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των ορχεοειδών. Είναι ετήσιες πόες, αυτοφυείς στις τροπικές περιοχές της Αφρικής. * * * η (Α ἀκρολοφία) [ἀκρόλοφος] αρχ. 1. οροσειρά 2. ορεινή χώρα …   Dictionary of Greek

  • ακρολοφίτης — ἀκρολοφίτης, ο (Α)[ἀκρόλοφος] αυτός που κατοικεί σε κορυφή λόφου ή σε ορεινό τόπο …   Dictionary of Greek

  • λόφος — Ονομασία πέντε οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 790 μ., 74 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αιγιαλείας του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νομού, 74 χλμ. Α της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Διακοπτού. Μέχρι το 1955… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”